Μάγνητες

Μάγνητες
Μάγνητες: a Thessalian tribe, sprung from Aeolus, Il. 2.756.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μάγνητες — Μάγνης the magnet masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαγνησίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.636 τ. χλμ., 206.995 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, που ωστόσο δεν συμπίπτει εντελώς με τα όρια της περιοχής της αρχαίας Μαγνησίας. Ο σημερινός ν.Μ. συνορεύει στα Β και στα Δ με τον νομό Λαρίσης, στα Ν με τον νομό… …   Dictionary of Greek

  • αντιστάθμιση — Στην τεχνολογία, α. ονομάζεται μια διαδικασία ή διάταξη (αντισταθμιστική) με την οποία επιδιώκεται η εξάλειψη συγκεκριμένης ενέργειας που δεν είναι επιθυμητή. Η λειτουργία πολλών οργάνων και συσκευών αλλοιώνεται για παράδειγμα, από τις… …   Dictionary of Greek

  • εστίαση — (Φυσ.). Η συγκέντρωση δέσμης ακτίνων σε ένα συγκεκριμένο σημείο. ε. δέσμης ηλεκτρονίων σε έναν σωλήνα καθοδικών ακτίνων. Οι κύριες μέθοδοι στην περίπτωση αυτή είναι η ηλεκτροστατική ε. και η ηλεκτρομαγνητική ε. Στην πρώτη, η δέσμη των ηλεκτρονίων …   Dictionary of Greek

  • μαγνητισμός — Θεμελιώδες κεφάλαιο της φυσικής που αναφέρεται στις μαγνητικές αλληλεπιδράσεις των σωμάτων. Αρχικά μελετήθηκε ως μεμονωμένη περιοχή της φυσικής, αλλά γρήγορα έγινε αντιληπτό το γεγονός ότι οι μαγνητικές δυνάμεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητοστατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγνητοστατική, αυτός που χαρακτηρίζει τα φαινόμενα τα οποία αφορούν τους μαγνήτες ή τις μαγνητικές μάζες που βρίσκονται σε ηρεμία 2. το θηλ. ως ουσ. η μαγνητοστατική η επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη …   Dictionary of Greek

  • μαγνητόφωνο — Συσκευή, η λειτουργία της οποίας βασίζεται σε μαγνητικά φαινόμενα και η οποία χρησιμοποιείται για την εγγραφή, σε ειδική ταινία, και την αναπαραγωγή ήχων. Ουσιαστικά βασίζεται στη δυνατότητα μαγνήτισης εξ επαγωγής ενός στρώματος οξειδίου του… …   Dictionary of Greek

  • πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • σύγχροτρο — Λέγεται και συγχροτρόνιο. Επιταχυντική διάταξη, η οποία μπορεί να προσδώσει σε σωματίδια και πυρήνες ατόμων υψηλότερες ενέργειες από εκείνες που πετυχαίνονται με άλλους επιταχυντές (από εκατοντάδες μεγαηλεκτρονιοβόλτ MeV έως δεκάδες… …   Dictionary of Greek

  • Περραιβία — Η χώρα των αρχαίων Περραιβών. Ταυτίζεται με το βορειοδυτικό τμήμα του σημερινού νομού Λαρίσης και έως ένα σημείο με το ανατολικό τμήμα του σημερινού νομού Τρικάλων. Η αρχαία Περραιβία χωριζόταν σε ορεινή και πεδινή. Η ορεινή ορίζεται στα βόρεια… …   Dictionary of Greek

  • Amphictyonic League — In the Archaic period of ancient Greece, an amphictyony (Ancient Greek: ἀμφικτυονία), a league of neighbors , or Amphictyonic League was an ancient association of Greek tribes[1] formed in the dim past, before the rise of the Greek polis. The six …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”